- αναρουφώ
- -ησα, κλαίω με λυγμούς: Κλείστηκε στην κάμαρά της κι αναρουφούσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναβυζαίνω — αναπίνω, αναρουφώ σιγά σιγά υγρασία, αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βυζαίνω] … Dictionary of Greek
αναρροφώ — (Α ἀναρροφῶ, έω) [ροφώ] ρουφώ, τραβώ με ρούφηγμα, αναρουφώ νεοελλ. μετακινώ ρευστό δημιουργώντας κατάλληλο κενό … Dictionary of Greek